καμάρα

καμάρα
Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 142 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, 12 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχιλλείων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 31 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 7 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου. 5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 573 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. 6. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 171 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. 7. Οικισμός (4 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου. 8. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 57 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 38 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου, στο δημοτικό διαμέρισμα Δελιανών. 9. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 115 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου, στο δημοτικό διαμέρισμα Καλυδονίας.
* * *
η (AM καμάρα, Α ιων. τ. καμάρη)
1. θολωτή στέγη, τοξοειδής αψίδα, ημικυλινδρικός θόλος από πέτρα ή άλλο υλικό
2. ανατ. φρ. «καμάρα τού αφτιού» ή «καμάρα τοῡ ὠτός» ή «καμάρα τοῡ ὠτίου» — το κοίλο εξωτερικό μέρος τού αφτιού
νεοελλ.
φρ. «καμάρα ποδιού» — η αψιδωτή καμπύλη τού πέλματος τού ποδιού
νεοελλ.-μσν.
γεν. γέφυρα, ως το κατ' εξοχήν θολωτό οικοδόμημα
μσν.
1. στοά
2. κελί
αρχ.
1. καθετί που έχει θολωτή στέγη, σκεπαστή άμαξα, θολωτός θάλαμος κ.λπ. («ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρησι ἐλάσασαι», Ηρόδ.)
2. ο θόλος τού ουρανού
3. ακάτιο με στέγη, στεγασμένη, λέμβος («ἀκάτια ἔχοντες λεπτὰ... και κοῡφα... καλοῡσι δ' αὐτὰ καμάρας», Στράβ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. αἱ καμάραι
στρατιωτικές ζώνες
5. επιγρ. ο θόλος τάφου
6. θάλαμος ύπνου ή κρεβάτι που έχει πάνω του «ουρανό»
7. (σχόλ. στη λ. ψαλίς) θολωτός οχετός, υπόνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αβεστικό kamarā «ζώνη», πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ.: καμάραι
ζῶναι στρατιωτικαί και καμαρίς
κοσμάριον γυναικεῑον. Τη λ. καμάρα δανείστηκε η λατ. με τη μορφή camera και στη συνέχεια η γερμανική, η σλαβική και η βαλτική.
ΠΑΡ. καμαρώνω(-ώ)
αρχ.
καμαρεύω, καμαρικός, καμαρώδης
αρχ.-μσν.
καμάριον.
ΣΥΝΘ. καμαροειδής
μσν.
καμαρόπετρα, καμαροσυσταμένος, καμαροτριχάρης
(μσν-νεοελλ.) καμαροφρύδης
νεοελλ.
καμαρόπορτα, καμαρόφρυδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμάρα — καμάρᾱ , καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc/acc dual (ionic) καμάρᾱ , καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαρα — κάμαρα, η και κάμαρη, η (λ. ιταλ.), δωμάτιο: Πηγαίνετε στην κάμαρά σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμαρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • καμάρᾳ — καμάραι , καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc pl (ionic) καμάρᾱͅ , καμάρα anything with an arched cover fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρα — η ημικυλινδρικός θόλος, τόξο: Αυτό το γεφύρι έχει τρεις καμάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάρας — καμάρᾱς , καμάρα anything with an arched cover fem acc pl (ionic) καμάρᾱς , καμάρα anything with an arched cover fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάραι — καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc pl (ionic) καμάρᾱͅ , καμάρα anything with an arched cover fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάραν — καμάρᾱν , καμάρα anything with an arched cover fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρῶν — καμάρα anything with an arched cover fem gen pl (ionic) καμαρός fem gen pl καμαρός masc/neut gen pl καμαρόω furnish with a vault pres part act masc voc sg (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault pres part act neut nom/voc/acc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάραις — καμάρα anything with an arched cover fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”